- ορισμός (διορισμός)
- именување
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
διορισμός — Πράξη του αρμόδιου οργάνου με την οποία ένα πρόσωπο τοποθετείται σε ένα δημόσιο λειτούργημα, μια δημόσια υπηρεσία ή την υπηρεσία ενός ιδρύματος, της τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Για τους ιδιωτικούς φορείς συνήθως δεν χρησιμοποιείται ο όρος δ., αλλά … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek